- ευκτήριος
- -α, -ο (ΑΜ εὐκτήριος, -ία, -ον)1. (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές προς τον θεό, ο προορισμένος για προσευχή2. το ουδ. ως ουσ. το ευκτήριομέρος όπου λατρεύεται ο Θεός, ναός, παρεκκλήσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ-τήριος < ρίζα ευχ- (εύχομαι) + κατάλ. -τήριος. Με σίγηση τού προτονικού φωνήεντος και απλοποίηση τού αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (efktirios > fktirios > ktirios) στη φράση ευκτήριος (οίκος) προέκυψε το κτήριο με σημασία «οικοδόμημα»].
Dictionary of Greek. 2013.